ηλεκτροκίνητος

ηλεκτροκίνητος
-η, -ο
αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό: Σε πολλές χώρες κυκλοφορούν ήδη ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμο κίνητος, χειρο κίνητος] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • μητροπολιτικός — ή, ό (ΑΜ μητροπολιτικός, ή, όν) [μητρόπολη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη νεοελλ. φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • σβουράκι — το, Ν [σβούρα] 1. μικρή σβούρα 2. ηλεκτροκίνητος ταχύστροφος δίσκος που χρησιμοποιείται για τη λείανση μωσαϊκών …   Dictionary of Greek

  • τελεσιέζ — το, Ν άκλ. ηλεκτροκίνητος εναέριος αναβατήρας με ατομικά καθίσματα για τη μεταφορά σε βουνοκορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. telesiege] …   Dictionary of Greek

  • τροχιόδρομος — ο όχημα ή συγκρότημα οχημάτων που κινούνται σε σιδηροτροχιές τραμ: Ηλεκτροκίνητος τροχιόδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”